- χρησματίζω
- Α(σε επιγρ.) βλ. χρηματίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek